- ἀνθεμωτός
- ἀνθεμ-ωτός, ή, όν,A adorned with flowers or with flower-patterns,
καλυπτήρ IG2.807b107
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλυπτήρ IG2.807b107
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανθεμωτός — ἀνθεμωτός, ή, όν (Α) ο στολισμένος με άνθεμα … Dictionary of Greek
άνθεμον — ἄνθεμον, το (Α) 1. άνθος, λουλούδι 2. ονομασία φυτού, πιθ. η Ἀνθεμίς 3. άνθη που τα χρησιμοποιούσαν στη φαρμακευτική. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. με τον τ. «άν θος». Χρησιμοποιείται συχνά για να προσδιορίσει στολίδια κοσμημάτων, αγγείων κλπ., καθώς… … Dictionary of Greek
σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… … Dictionary of Greek